- βελονοειδοῦς
- βελονοειδήςneedle-shapedmasc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζαργάνα — Τελεόστεο ψάρι της υπόταξης των σκομβρεσοχοειδών ή βελονομόρφων, οι οποίοι οφείλουν το όνομά τους στο τυπικό βελονοειδές ρύγχος τους. Το σώμα τους είναι σχεδόν κυλινδρικό και λεπτό, καλυμμένο με πρασινωπά λέπια στη ράχη και ασημένια στην κοιλιά.… … Dictionary of Greek
πυραμίδα — I Μνημειακή κατασκευή, που έχει σχήμα όμοιο με το ομώνυμο γεωμετρικό στερεό και που στην αρχαία Αίγυπτο χρησίμευε ως τάφος, αρχικά μόνο των ηγεμόνων, αλλά αργότερα και ιδιωτών. Άρχισε να χρησιμοποιείται ιδίως από την 3η έως τη 18η δυναστεία (2650 … Dictionary of Greek